προομνύουσιν

προομνύουσιν
προομνύουσιν , προόμνυμι
swear before
pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)
προομνύουσιν , προόμνυμι
swear before
pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προόμνυμι — και προομνύω Α [ὄμνυμι] 1. ορκίζομαι, δίνω προηγουμένως τον καθορισμένο όρκο («προομνύουσιν ὅρκον», Παυσ.) 2. επικαλούμαι με όρκο προηγουμένως («προομόσας τοὺς νομίμους θεούς», Πλάτ.) 3. βεβαιώνω ενόρκως προηγουμένως («προὐμόσας τὸ μὴ εἰδέναι»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”